e.e. cummings: Advice to a young poet

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Από την Εδέμ στο Καθαρτήριο: Διαβάζοντας το νέο βιβλίο του Μιχάλη Μοδινού




(Αναδημοσίευση πό το diastixo.gr  7/12/2014)

Παρακολουθώ, χρόνια τώρα, τη συγγραφική πορεία του Μιχάλη Μοδινού, τη μετεξέλιξή του από δοκιμιογράφο οικογεωγραφικού περιεχομένου σε οξυδερκή μυθιστοριογράφο. Το λογοτεχνικό του έργο, πιστό στους παλαιότερους προβληματισμούς του για την ανάπτυξη και τις επιπτώσεις της στις κοινωνίες και το περιβάλλον, εμφορείται από κλασικά μοτίβα φυγής, όπως η απόδραση από το αστικό τοπίο, η επιστροφή στη φύση και τα πατρογονικά εδάφη. Μέσα από έναν διάλογο πολιτισμών, ιδεολογιών, αλλά και συνεχή σύνδεση με την ίδια τη λογοτεχνία, οι ήρωές του μετακινούνται διαρκώς στον γεωγραφικό χώρο, πραγματεύονται σε βάθος τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, ταλαιπωρούνται και στοχάζονται βρίσκοντας τελικά την κάθαρση στην ελπίδα για μια νέα περιπέτεια.

Το προσφιλές για τον συγγραφέα μοτίβο της φυγής επαναλαμβάνεται –αυτή τη φορά σε υπερθετικό βαθμό– και στο νέο του βιβλίο, φέροντας στο προσκήνιο με πρωταγωνιστικό ρόλο την κρίση. Τελευταία έξοδος Στυμφαλία: ηχηρός σαν σύνθημα ο τίτλος, μοιάζει ευθύς εξαρχής να προαναγγέλλει το θλιβερό τέλος του αφηγητή, στο πρόσωπο του οποίου ενσαρκώνεται η καταστροφή της χώρας. Αποφασισμένος να τερματίσει τη ζωή του, αλλά συνεχώς αναβάλλοντας, ο αφηγητής παλινδρομεί με το αυτοκίνητο τις νύχτες στην εθνική οδό Αθηνών-Κορίνθου και με κατεύθυνση την έσχατη έξοδό του, άλλοτε με οργή κι άλλοτε με παράπονο, μονολογεί. Ένας αδιάκοπος, καυστικός, αυτοσαρκαστικός, παραληρηματικός, ωστόσο χρωματισμένος με χιούμορ μονόλογος είναι το leitmotiv της αφήγησης, μια εκ βαθέων εξομολόγηση του υποψήφιου αυτόχειρα με αποδέκτη έναν φανταστικό ανώνυμο συνταξιδιώτη, έναν μποντλερικού τύπου αναγνώστη ή, καλύτερα ίσως, έναν από τους «κυρίους» του φανταστικού ακροατηρίου από το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι.

Οικονομικά κατεστραμμένος και με την οικογένειά του διαλυμένη, ο μεσήλικας αφηγητής –μηχανικός και πατέρας ενός γιου, απόφοιτου του ΕΜΠ, που δεν του μιλά τα τελευταία χρόνια– διανύει μόνος κι έρημος το όγδοο μετά Καταστροφής έτος. Επιλέγοντας να παραδοθεί «καλύτερα στα χέρια των θεών παρά των ανθρώπων», οδηγεί, ώρα μεσάνυχτα, μες στη βροχερή χειμωνιάτικη νύχτα και παραληρεί. Αφήνοντας πίσω μια Αθήνα κατεστραμμένη, περιγράφει μια ατμόσφαιρα ζοφερή και δυστοπική, ωστόσο ρεαλιστική, σαν αυτή που όλοι φοβόμαστε και απευχόμαστε.
«Γυρίζω στην πόλη αυτή που εδώ και καιρό είναι ένα άδειο κέλυφος, όπου διασταυρώνεται με κενά βλέμματα, με χαμένες υπάρξεις, με ψυχές που μοιάζουν να περιφέρονται στο Καθαρτήριο χωρίς να καταλαβαίνουν τι τις βρήκε, με απισχνασμένες κατατονικές μορφές που ψαχουλεύουν τους σκουπιδοτενεκέδες, με αλλοεθνείς που εκθέτουν τη μίζερη πραμάτεια τους σε χράμια, με επαίτες που αφηγούνται τις καταθλιπτικές ιστορίες τους και εκθέτουν τα έλκη τους στο Σύνταγμα ή στα διαρκώς αραιότερα δρομολόγια του μετρό, ανάμεσα σε καύκαλα από φαγωμένα περιστέρια, κονσερβοκούτια και περιττώματα.»

Η ατμόσφαιρα γίνεται ζοφερότερη με την εμφάνιση ομάδας Ανέγγιχτων γύρω από αναμμένους κάδους απορριμμάτων, ένστολους να φρουρούν ΑΤΜ, πρατήρια καυσίμων και σταθμούς διοδίων, ένοπλες συμμορίες να αλωνίζουν σε όλη την επικράτεια, βαγόνια του μετρό να ανατινάσσονται, αυτοκίνητα να φλέγονται και ληστές ενίοτε να συλλαμβάνονται ύστερα από ένοπλες μάχες με την πολιτοφυλακή σε επαρχιακούς δρόμους. Μια Ελλάδα σχεδόν οργουελική, κατεστραμμένη, στο έλεος επιτρόπων και της έξωθεν προερχόμενης ανθρωπιστικής βοήθειας. Ανασύροντας αναμνήσεις από τα χαλάσματα της προσωπικής του πορείας –όμοια μ' εκείνα της ισοπεδωμένης χώρας και του προ Καταστροφής ελληνικού γίγνεσθαι– «τα ωραία χρόνια», όπως τα αποκαλεί αυτοσαρκαζόμενος, ο αφηγητής αναζητεί τα αίτια της αποτυχίας στην εποχή της επίπλαστης ευημερίας, επιχειρώντας τη σύνδεση του ιδιωτικού και του δημόσιου για να αιτιολογήσει τον επερχόμενο ατομικό και συλλογικό θάνατο που μοιάζει κι αυτός με αυτοχειρία.

Κορυφαία, κατ' εμέ, στιγμή του βιβλίου, το κεφάλαιο «Αριθμοί», όπου ο τεχνοκράτης αφηγητής, πιστός στα ιστογράμματα, στις κατηγοριοποιήσεις και τα ποσοστά, παραθέτοντας σε αριθμούς τα στοιχεία του, φωτογραφίζει έμμεσα ολόκληρη σχεδόν τη δεκαετία που εμπίπτει στην ηλικιακή γενιά του. Θα είναι πολλοί οι αναγνώστες που θα ταυτιστούν μαζί του. Και ακόμα ίσως περισσότεροι εκείνοι που ασυναίσθητα θα ταυτίσουν τη μοίρα του δικού τους παιδιού μ' εκείνη του γιου του αφηγητή, του απόμακρου και εσωστρεφή απόφοιτου πανεπιστημίου, απασχολούμενου τελευταία σε περιφρουρούμενο σούπερ μάρκετ. Του εικοσιπεντάχρονου μοναχογιού, που τις ευτυχισμένες μέρες, όταν ήταν μικρός ακόμη, εξερευνούσε με τον πατέρα του τις ορεινές λίμνες ρωτώντας με την αθώα του περιέργεια «γιατί αποξηράνθηκε η λίμνη των Γιαννιτσών κι αν ζούσε ακόμη ο Παύλος Μελάς και η κυρία Δέλτα και αν υπήρχαν ακόμη κομιτατζήδες». Τι τρυφερή ανάμνηση ανάμεσα στα αλλεπάλληλα ταξίδια ενοχής και αυτομαστιγώματος, τις επικρίσεις και τα λεκτικά ξεσπάσματα, στο ποιος αλήθεια έφταιξε και στο ανεπανάληπτο «λεφτά υπάρχουν».

Άλλη κορυφαία στιγμή πατρικής στοργής το κεφάλαιο «Δευκαλίων» καταμεσής του βιβλίου. Εδώ, έχοντας σταματήσει το αυτοκίνητο να ξεκουραστεί, ο αφηγητής αποκοιμιέται βιώνοντας έναν απίστευτο εφιάλτη συμπλοκής και καταδίωξης από Αγρίους, μια συγκλονιστική περιγραφή βγαλμένη λες από το Δρόμο του Κόρμακ Μακάρθι, όπου ο πατέρας πολεμά υπεράνθρωπα για να προστατεύσει τον γιο του, ό,τι πιο πολύτιμο κι αγαπητό επί της γης.

Τα κεφάλαια όμως τρέχουν προς τα εμπρός ενώ ο τίτλος, το αίνιγμα της τελικής εξόδου και των τυχόν συμβολισμών της Στυμφαλίας, επιμένει παραπλανητικός έως τις τελευταίες σελίδες, έως το προτελευταίο από τα σαράντα δύο πολυκύμαντα κεφάλαια, δομημένα με οικονομία προς όφελος του αναγνώστη. Τα διάβασα μια και καλή μέσα σε λίγες ώρες, όσες περίπου κρατά η χρονική διάρκεια της αφήγησης, ξεκινώντας μεσάνυχτα με βροχή και τερματίζοντας με μια απρόσμενη ανατροπή την ώρα που χαράζει η καινούργια μέρα. Εκεί, ο τίτλος ξεδιπλώνει τις πτυχές του και μέσω της κάθαρσης αποκαλύπτεται. Μια κάθαρση, όμως, που προϋποθέτει ωριμότητα και γνώση και την οποία θα εισπράξει εις διπλούν εκείνος που είχε την τύχη να μεγαλώσει κάποτε παιδί.

Το βιβλίο, όσο κι αν κινείται στ' αχνάρια του φαντασιακού, ως αφήγημα ξεπερνά τον ρεαλισμό. Το χρονικό που οδήγησε στην καταστροφή της χώρας υπενθυμίζεται σε κάθε ευκαιρία όχι απαραίτητα μέσα από εμπεριστατωμένα γεγονότα και λεπτομέρειες, αλλά μέσα από ένα δριμύ κατηγορώ, μια απροκάλυπτα καυστική λογοτεχνική ανακατασκευή, η οποία παραπέμπει σε αυθεντικές καταστάσεις και φωτογραφίζει υπαρκτά πρόσωπα και ομάδες. Ως μυθιστόρημα και χρονικό της κρίσης, πολλοί, φαντάζομαι, θα το επικροτήσουν. Ως πολιτικό μήνυμα, θα υπάρξουν ενδεχομένως κι εκείνοι που θα το νιώσουν ωσάν γροθιά στο στομάχι και θα το μισήσουν. Έχω όμως την αίσθηση, χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί, πως θα το απολαμβάνει αυτό το ενδεχόμενο μίσος τους ο συγγραφέας.